Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κεφαλωτός

См. также в других словарях:

  • κεφαλωτός — with a head masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλωτός — (Cephalotus). Γένος δικoτυλήδονων εντομοφάγων φυτών. Περιλαμβάνει πολυετή, αειθαλή, ποώδη φυτά, με όρθιο και άφυλλο βλαστό. Τα φύλλα του είναι πράσινα και σχηματίζουν μικρούς ασκούς που περιέχουν πρωτεϊνολυτικό υγρό, το οποίο εξαιτίας του ζωηρού… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλωτός — ή, ό αυτός που έχει κεφαλή: Θέλω κεφαλωτά καρφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλωτά — κεφαλωτός with a head neut nom/voc/acc pl κεφαλωτά̱ , κεφαλωτός with a head fem nom/voc/acc dual κεφαλωτά̱ , κεφαλωτός with a head fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλωτῶν — κεφαλωτός with a head fem gen pl κεφαλωτός with a head masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλωτόν — κεφαλωτός with a head masc acc sg κεφαλωτός with a head neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλωτοῖς — κεφαλωτός with a head masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλωτοῦ — κεφαλωτός with a head masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλωτῇ — κεφαλωτός with a head fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλωτή — κεφαλωτός with a head fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλωτῷ — κεφαλωτός with a head masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»