-
1 κεφαλαλγώ
κεφαλαλγέωsuffer from headache: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κεφαλαλγέωsuffer from headache: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 κεφαλαλγῶ
κεφαλαλγέωsuffer from headache: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κεφαλαλγέωsuffer from headache: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
κεφαλαλγώ — (ΑΜ κεφαλαλγῶ, έω) [κεφαλαλγής] υποφέρω από πονοκεφάλους, έχω πονοκέφαλο αρχ. (μτβ.) κάνω κάποιον να υποφέρει από κεφαλαλγία … Dictionary of Greek
κεφαλαλγῶ — κεφαλαλγέω suffer from headache pres subj act 1st sg (attic epic doric) κεφαλαλγέω suffer from headache pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλάλγημα — κεφαλάλγημα, τὸ (Α) [κεφαλαλγώ] κεφαλαλγία, πονοκέφαλος … Dictionary of Greek
κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεφαλαργώ — κεφαλαργῶ, έω (Α) (μτγν τ. αντί κεφαλαλγώ) προξενώ πονοκέφαλο σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον («κεφαλαργεῑ ἐνοχλεῑ λαλῶν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαργῶ, με ανομοίωση] … Dictionary of Greek