Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεφαλαλγῶ

См. также в других словарях:

  • κεφαλαλγώ — (ΑΜ κεφαλαλγῶ, έω) [κεφαλαλγής] υποφέρω από πονοκεφάλους, έχω πονοκέφαλο αρχ. (μτβ.) κάνω κάποιον να υποφέρει από κεφαλαλγία …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαλγῶ — κεφαλαλγέω suffer from headache pres subj act 1st sg (attic epic doric) κεφαλαλγέω suffer from headache pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλάλγημα — κεφαλάλγημα, τὸ (Α) [κεφαλαλγώ] κεφαλαλγία, πονοκέφαλος …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαργώ — κεφαλαργῶ, έω (Α) (μτγν τ. αντί κεφαλαλγώ) προξενώ πονοκέφαλο σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον («κεφαλαργεῑ ἐνοχλεῑ λαλῶν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλαργῶ, με ανομοίωση] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»