-
1 κεφαλαλγία
κεφαλαλγίᾱ, κεφαλαλγίαheadache: fem nom /voc /acc dual (ionic)κεφαλαλγίᾱ, κεφαλαλγίαheadache: fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)——————κεφαλαλγίαι, κεφαλαλγίαheadache: fem nom /voc pl (ionic)κεφαλαλγίᾱͅ, κεφαλαλγίαheadache: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 κεφαλαλγια
-
3 κεφαλαλγίᾳ
Βλ. λ. κεφαλαλγία -
4 κεφαλαλγία
η мед. цефальгия, головная боль -
5 κεφαλαλγία
κεφᾰλαλγ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαλγία
-
6 κεφαλαλγία
κεφαλ-αλγία, ἡ, der Kopfschmerz -
7 κεφαλαλγίας
κεφαλαλγίᾱς, κεφαλαλγίαheadache: fem acc pl (ionic)κεφαλαλγίᾱς, κεφαλαλγίαheadache: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
8 κεφαλαλγίαι
κεφαλαλγίαheadache: fem nom /voc pl (ionic)κεφαλαλγίᾱͅ, κεφαλαλγίαheadache: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
9 κεφαλαλγίαν
κεφαλαλγίᾱν, κεφαλαλγίαheadache: fem acc sg (attic doric ionic aeolic) -
10 κεφαλαλγίη
κεφαλαλγίαheadache: fem nom /voc sg (epic ionic)——————κεφαλαλγίαheadache: fem dat sg (epic ionic) -
11 κεφαλαλγίαις
κεφαλαλγίαheadache: fem dat pl (ionic) -
12 κεφαλαλγίην
κεφαλαλγίαheadache: fem acc sg (epic ionic) -
13 κεφαλαλγίης
κεφαλαλγίαheadache: fem gen sg (epic ionic) -
14 κεφαλαργια
-
15 κεφαλ-αργία
κεφαλ-αργία, ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.
-
16 κεφαλαλγιών
-
17 κεφαλαλγιῶν
-
18 κεφαλαλγίησι
-
19 κεφαλαλγίῃσι
-
20 κεφαλαλγίησιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεφαλαλγία — κεφαλαλγίᾱ , κεφαλαλγία headache fem nom/voc/acc dual (ionic) κεφαλαλγίᾱ , κεφαλαλγία headache fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίᾳ — κεφαλαλγίαι , κεφαλαλγία headache fem nom/voc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱͅ , κεφαλαλγία headache fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεφαλαλγίας — κεφαλαλγίᾱς , κεφαλαλγία headache fem acc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱς , κεφαλαλγία headache fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαι — κεφαλαλγία headache fem nom/voc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱͅ , κεφαλαλγία headache fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαν — κεφαλαλγίᾱν , κεφαλαλγία headache fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγιῶν — κεφαλαλγία headache fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαις — κεφαλαλγία headache fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίη — κεφαλαλγία headache fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίην — κεφαλαλγία headache fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίης — κεφαλαλγία headache fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)