-
1 κεφαλαλγία
κεφαλ-αλγία, ἡ, der Kopfschmerz -
2 κεφαλ-αργία
κεφαλ-αργία, ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.
См. также в других словарях:
κεφαλαλγία — κεφαλαλγίᾱ , κεφαλαλγία headache fem nom/voc/acc dual (ionic) κεφαλαλγίᾱ , κεφαλαλγία headache fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίᾳ — κεφαλαλγίαι , κεφαλαλγία headache fem nom/voc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱͅ , κεφαλαλγία headache fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγία — η (ΑΜ κεφαλαλγία) [κεφαλαλγώ] γενική ονομασία όλων τών πόνων τής κεφαλής, πονοκέφαλος («οὔτε ποδάγρας ἀπαλλάττει καλτίκιος οὔτε διάδημα κεφαλαλγίας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεφαλαλγίας — κεφαλαλγίᾱς , κεφαλαλγία headache fem acc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱς , κεφαλαλγία headache fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαι — κεφαλαλγία headache fem nom/voc pl (ionic) κεφαλαλγίᾱͅ , κεφαλαλγία headache fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαν — κεφαλαλγίᾱν , κεφαλαλγία headache fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγιῶν — κεφαλαλγία headache fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίαις — κεφαλαλγία headache fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίη — κεφαλαλγία headache fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίην — κεφαλαλγία headache fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαλγίης — κεφαλαλγία headache fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)