-
1 κεφαλαιώδης
κεφαλαι-ώδης, ες, der Hauptsache nach, summarisch -
2 ἀπό-δειξις
ἀπό-δειξις, ἡ, 1) Darstellung, Erzählung, ἱστορίης Her. 1, 1; vgl. 8, 101; περί τινος Plat. Polit. 277 b; Vollbringung, ἔργων Her. 1, 201. 2, 148. – 2) Auseinandersetzung, Beweis, τινός Thuc. 2, 13; Plat. Phaedr. 73 a u. öfter; ἀπόδειξιν λέγειν Theaet. 162 e; ποιεῖσϑαί τινος Lys. 12, 19; δοῠναι Aristonym. B. A. 81; φέρειν Pol. 12, 5; βέβαιος Andoc. 2, 3 u. Folgde; τῆς ἐπιστήμης ἐστί Arist. Nic. 6, 5, 3. – Bei Philosophen ein aus Prämissen gefolgerter Satz, argumenti conclusio, Cic. Acad. 2, 8. – Bei Pol. ist μετ' ἀποδείξεως ἐξαγγέλλειν ausführlich, mit Erörterungder Gründe, 3, 1. 10, 24, so daß ὁ μετ' ἀπ. ἀπολογισμός dem κεφαλαιώδης entgegensteht, 10, 24.
-
3 ἀπο-λογισμός
ἀπο-λογισμός, ὁ, das Rechnungführen, Rechnungablegen, Sp.; Rechnung, Luc. Dem. enc. 33; Rechtfertigung, Aesch. 3, 247; Cic. Att. 16, 7. Bei Pol. Darlegung, Auseinandersetzung, ὁ κεφαλαιώδης τῶν πράξεων ἀπ. 10, 24; ποιεῖσϑαι περί τινος 3, 11. 4, 85; ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος, Gründe anführen, 9, 25. 10, 24 u. oft, wie Plut.
См. также в других словарях:
κεφαλαιώδης — capital masc/fem acc pl (attic epic doric) κεφαλαιώδης capital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κεφαλαιώδης capital masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιώδης — ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, ώδες) [κεφάλαιον] αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε» … Dictionary of Greek
κεφαλαιωδέστερον — κεφαλαιώδης capital adverbial comp κεφαλαιώδης capital masc acc comp sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιώδει — κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut dat sg κεφαλαιώδεϊ , κεφαλαιώδης capital dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιώδη — κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεφαλαιώδης capital masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωδεστάτων — κεφαλαιώδης capital fem gen superl pl κεφαλαιώδης capital masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωδεστέρων — κεφαλαιώδης capital fem gen comp pl κεφαλαιώδης capital masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωδέστατα — κεφαλαιώδης capital adverbial superl κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωδέστατον — κεφαλαιώδης capital masc acc superl sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιῶδες — κεφαλαιώδης capital masc/fem voc sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιώδεις — κεφαλαιώδης capital masc/fem acc pl κεφαλαιώδης capital masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)