Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κεφαλαιώδης

См. также в других словарях:

  • κεφαλαιώδης — capital masc/fem acc pl (attic epic doric) κεφαλαιώδης capital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κεφαλαιώδης capital masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιώδης — ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, ώδες) [κεφάλαιον] αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε» …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιωδέστερον — κεφαλαιώδης capital adverbial comp κεφαλαιώδης capital masc acc comp sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιώδει — κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut dat sg κεφαλαιώδεϊ , κεφαλαιώδης capital dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιώδη — κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεφαλαιώδης capital masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδεστάτων — κεφαλαιώδης capital fem gen superl pl κεφαλαιώδης capital masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδεστέρων — κεφαλαιώδης capital fem gen comp pl κεφαλαιώδης capital masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδέστατα — κεφαλαιώδης capital adverbial superl κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδέστατον — κεφαλαιώδης capital masc acc superl sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιῶδες — κεφαλαιώδης capital masc/fem voc sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιώδεις — κεφαλαιώδης capital masc/fem acc pl κεφαλαιώδης capital masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»