-
1 κεφαλαιωτής
A capitularius, secretary and treasurer of a group of landowners or artisans, acting as recruiting officer, taxcollector, etc., PThead.22.4 (iv A.D.), PLips. 40 iii 17 (iv/v A.D.), 48.9 (pl., iv A.D.), al., Cod.Theod.11.24.6.7 (pl.);τοῦ ἡγεμονικοῦ πολυκώπου PGrenf.2.80
(pl., v A.D.);ταρσικαρίων PLips.89
(iv A.D.);πιττακίων Sammelb.4422.2
; πλινθουργῶν ib.5175.21 (vi A.D.), al.II in pl., = Lat. optimates, Olymp.Hist.p.452 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιωτής
-
2 κεφαλαιωταί
κεφαλαιωτήςcapitularius: masc nom /voc pl -
3 κεφαλαιωτήν
κεφαλαιωτήςcapitularius: masc acc sg (attic epic ionic) -
4 κεφαλαιωτία
κεφαλαι-ωτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιωτία
См. также в других словарях:
κεφαλαιωτής — κεφαλαιωτής, οῡ, ὁ (ΑΜ) [κεφαλαιώ] στον πληθ. οι κεφαλαιωταί, οι κεφαλές, οι αρχηγοί, οι πρώτοι αρχ. γραμματέας ή ταμίας ενός συντεχνιακού ομίλου γαιοκτημόνων ή τεχνιτών, π.χ. φοροσυλλέκτης, στρατολόγος κ.λπ … Dictionary of Greek
κεφαλαιωταί — κεφαλαιωτής capitularius masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωτήν — κεφαλαιωτής capitularius masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλαιωτία — κεφαλαιωτία, ἡ (Α) [κεφαλαιωτής] το έργο, το λειτούργημα τού κεφαλαιωτού … Dictionary of Greek
κεφαλαιωτός — κεφαλαιωτός, ή, όν (ΑΜ) [κεφαλαιώ] μσν. κεφαλαιωτής*, αρχηγός αρχ. αυτός που έχει κεφάλι ή εξόγκωμα το οποίο μοιάζει με κεφάλι, κεφαλωτός («πράσου καρπὸς κεφαλαιωτοῡ», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
ЕГИПЕТ — Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. [Арабская Республика Египет (АРЕ); араб. ; копт. khme], гос во в сев. вост. части Африки и на Синайском п ове в Азии, к его территории также относятся неск.… … Православная энциклопедия