-
1 κεστός
2 later, κεστός, ὁ, as Subst., κεστοῦ δεσπότις, of Aphrodite, Call.Aet.Oxy.2080.55;κεστοῦ φωνεῦσα μαγώτερα AP5.120
(Phld.), cf. 6.88 (Antiphanes Maced.), Luc.DDeor.20.10; ἅπαντα τὸν κ. ὑποζώσασθαι to put on all her charms, Alciphr.1.38; Κεστοί, title of work by Africanus. -
2 κεστός
κεστόςstitched: masc nom sg -
3 κεστός
κεστός ( κεντέω): of needle-work, embroidered (girdle of Aphrodite), Il. 14.214†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κεστός
-
4 κεστός
Grammatical information: adj.Meaning: `stitched',Other forms:.See also: s. κεντέω.Page in Frisk: 1,834Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κεστός
-
5 Κέστος
Κέστος, ου Rom. name, Thesaurus-Onomasticon II 356, 3ff Cestus, a centurion AcPl Ha 9, 18 (name after Aa I 112, 5, [Κε]σκῳ in the pap; CSchmidt reads Κέσκος also in the lacuna of AcPl Ha 9, 30=Aa I 114, 1). -
6 κεστά
κεστόςstitched: neut nom /voc /acc plκεστά̱, κεστόςstitched: fem nom /voc /acc dualκεστά̱, κεστόςstitched: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 κεστόν
κεστόςstitched: masc acc sgκεστόςstitched: neut nom /voc /acc sg -
8 κεστούς
κεστόςstitched: masc acc pl -
9 κεστών
-
10 κεστῶν
-
11 ἤκεστος
Grammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Comparing ἠκέστης ἀδάμαστος Suid. mostly taken as `undomited, uncontrolled' to κεντέω, κένσαι ("unprickled"). Thus Schwyzer RhM 80, 213, who however rightly rejects the explanation from ἤ-κεστος (with metr. lengthening for *ἄ-κεστος) and assumes an original sing. ( βοῦν) ἤνιν νηκέστην (like νη-κερδής a. o.), with single writing of the ν and false worddivision. - Others `fulgrown, to ἀκμαῖος', ἠκή. Improbable Szemerényi Sprache 11, 1965, 6-12.Page in Frisk: 1,627Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἤκεστος
-
12 κεστοίς
-
13 κεστοῖς
-
14 κεστού
-
15 κεστοῦ
-
16 κεστώ
-
17 κεστῷ
-
18 कण्ट
kaṇṭa
a thorn BhP. IX, 3, 7 ;
(cf. tri-kaṇṭa, bahu-kaṇṭa, etc.);
the boundary of a village L. ;
+ cf. Gk. κεντέω, κεστός
- कण्टकार
- कण्टकारक
- कण्टकारीत्रय
- कण्टकाल
- कण्टकुरण्ट
- कण्टतनु
- कण्टदला
- कण्टपत्त्र
- कण्टपत्त्रिका
- कण्टपाद
- कण्टपुङ्खिका
- कण्टफल
- कण्टवल्ली
- कण्टवृक्ष
- कण्टाफल
- कण्टार्तगला
- कण्टालु
- कण्टाह्वय
-
19 καίνυμι
A overcome, [voice] Act. only in imper. καινύτω, μή σ' ἀπάτη φρένα κ. Emp.23.9:—elsewh. [full] καίνυμαι, surpass, excel, in [tense] impf., c. acc. pers. et inf. modi, ἐκαίνυτο φῦλ' ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι he surpassed mankind in steering, Od.3.282: c. dat. rei,ἥ ῥα γυναικῶν φῦλον ἐκαίνυτο.. εἰδεΐ τε μεγέθει τε Hes.Sc.4
: more freq. in [tense] pf. and [tense] plpf. κέκασμαι, ἐκεκάσμην, [dialect] Dor. κέκαδμαι, excel one in a thing, c. acc. pers. et dat. rei,ἐγχείῃ δ' ἐκέκαστο Πανέλληνας Il.2.530
; ; : c. inf. pro dat. rei, ὁμηλικίην ἐκέκαστο γνῶναι surpassed them all in knowledge, 2.158;ἐκέκαστο ἰθύνειν A.R.2.867
: c. dat. rei only, δόλοισι κεκασμένε excellent in wiles, Il.4.339; ;μαντοσύνῃ 9.509
, cf. Il.5.54; [ ἀγλαΐῃ]μετὰ δμῳῇσι κέκασσαι Od.19.82
; : c. gen., τῶν σε.. πλούτῳ τε καὶ υἱάσι φασὶ κεκάσθαι above all these (as if ἐκ τούτων), Il.24.546.II later, to be adorned, equipped,ἐλέφαντι ὦμον κεκαδμένον Pi.O.1.27
; φρουραῖς κέκασται is well furnished with.., E.El. 616; ;μῦθος ἀληθείῃ κέκασται AP3.18.1
(Inscr. Cyzic.): abs., εὖ κεκας μένον δόρυ a well-armed band, A.Eu. 766. -- Poet. word (Pl.R. 334b is borrowed from Od.19.395; κεκασμένος etym. ofκεστός Corn.ND24
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καίνυμι
-
20 νήκεστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νήκεστος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεστός — stitched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστός — Αρχαία ελληνική λέξη, που αρχικά σήμαινε κεντητός. Κ. ιμάς ονομαζόταν ένα είδος ζώνης που φορούσαν οι γυναίκες ακριβώς κάτω από το στήθος ή γύρω από αυτό, όπως αργότερα τον στηθόδεσμο. Με τον καιρό, το ουσιαστικό παραλείφθηκε και έμεινε το… … Dictionary of Greek
κεστός ή ζώνη της Αφροδίτης — (Cestum veneris). Θαλάσσιο ζώο του φύλου των κτενοφόρων που βρίσκεται σε όλες τις θερμές θάλασσες και αφθονεί στη Μεσόγειο. Ο κ. κολυμπά ή αφήνεται να παρασυρθεί από τα ρεύματα. Το σώμα του είναι πλευρικά πεπλατυσμένο, ώστε να έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
κεστά — κεστός stitched neut nom/voc/acc pl κεστά̱ , κεστός stitched fem nom/voc/acc dual κεστά̱ , κεστός stitched fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστῶν — κεστός stitched fem gen pl κεστός stitched masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστόν — κεστός stitched masc acc sg κεστός stitched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστοῖς — κεστός stitched masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστοῦ — κεστός stitched masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστούς — κεστός stitched masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστῷ — κεστός stitched masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β … Dictionary of Greek