-
1 κερατόφωνος
κερᾱτό-φωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατόφωνος
См. также в других словарях:
συριγγόφωνος — ον, Μ αυτός που ηχεί σαν σύριγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + φωνος (< φωνή), πρβλ. κερατό φωνος] … Dictionary of Greek