-
1 κερατῶπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατῶπις
-
2 κερατώπιδος
κερατῶπιςhorned-looking: fem gen sg -
3 κερατώπι
-
4 κερατῶπι
См. также в других словарях:
κερατώπις — κερατῶπις, ίδος, ἡ (Α) αυτή που έχει σχήμα κέρατος, η κερατοειδής («κερατῶπις σελήνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ῶπις (< θ. ωπι «όψη» όπως στο ὄπωπα), πρβλ. βο ῶπις, γλαυκ ῶπις] … Dictionary of Greek
κερατῶπι — κερατῶπις horned looking fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατώπιδος — κερατῶπις horned looking fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek