Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κερᾰτῶπις

См. также в других словарях:

  • κερατώπις — κερατῶπις, ίδος, ἡ (Α) αυτή που έχει σχήμα κέρατος, η κερατοειδής («κερατῶπις σελήνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ῶπις (< θ. ωπι «όψη» όπως στο ὄπωπα), πρβλ. βο ῶπις, γλαυκ ῶπις] …   Dictionary of Greek

  • κερατῶπι — κερατῶπις horned looking fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατώπιδος — κερατῶπις horned looking fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»