-
1 κεράσιον
κερᾰσ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράσιον
См. также в других словарях:
ιπποκάμπιον — ἱπποκάμπιον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ιππόκαμπος* 2. είδος σκουλαρικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόκαμπος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ιμάντ ιον, κεράσ ιον)] … Dictionary of Greek