Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κεράμῐνος

См. также в других словарях:

  • κεράμινος — η, ο (ΑΜ κεράμινος, ίνη, ον) [κέραμος] κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κεράμινον — κεράμινος masc acc sg κεράμινος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίνην — κεράμινος fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίνης — κεράμινος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίνους — κεράμινος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίνῳ — κεράμινος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμινα — κεράμινος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμίνας — κεραμίνᾱς , κεράμινος fem acc pl κεραμίνᾱς , κεράμινος fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κεραμένιος — α, ο [κέραμος] κεράμινος* …   Dictionary of Greek

  • κεραμιδένιος — α, ο [κεραμίδι] 1. κατασκευασμένος από πηλό, κεράμινος 2. αυτός που αποτελείται από κεραμίδια («κεραμιδένια σκεπή») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»