-
1 κεροδετος
-
2 κερόδετος
κερό-δετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερόδετος
-
3 κερόδετος
-
4 κερόδετα
κερόδετοςbound with: neut nom /voc /acc pl -
5 κεραός
κεραός, gehörnt; ἔλαφος Il. 3, 24; ἄρνες Od. 4, 85; Ggstz von νήκερος Hes. O. 527; τράγος Theocr. 1, 4; βόες 16, 37; κεραῶν ἔϑνεα ϑηρῶν Opp. Hal. 4, 330; – von Horn gemacht, hörnern; τοῖχοι Callim. Apoll. 63; βιός Antp. Sid. 20 (VI, 118), vgl. κερόδετος. – Auch Dionysos heißt so Hymn. (IX, 524, 11).
См. также в других словарях:
κερόδετος — κερόδετος, ον (Α) ο συνδεδεμένος, δηλ. κατασκευασμένος, από κέρατο («κερόδετα τόξα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + δετός (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. κηρό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek
κερόδετα — κερόδετος bound with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek