-
1 κεροφορος
-
2 κεροφόρος
κεροφόρος, ον,A = κερασφόρος 1, horned, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεροφόρος
-
3 κεροφόροι
κεροφόροςhorned: masc /fem nom /voc pl -
4 κεροφόρων
κεροφόροςhorned: masc /fem /neut gen pl -
5 Horned
adj.P. and V. κερασφόρος (Plat.), V. κεράστης, εὔκερως, εὔκραιρος, κεροφόρος.fem. adj., V. κεραστίς, κεροῦσσα (Soph., frag. and Eur., frag.).Horned like an ox: V. βούκερως (Soph., frag.).He made sore havoc of the horned beasts: V. ἔκειρε πολύκερων φόνον (Soph., Aj. 55).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Horned
См. также в других словарях:
κεροφόρος — κεροφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κεροφόρων βοῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρως + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κεροφόροι — κεροφόρος horned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεροφόρων — κεροφόρος horned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek