-
1 κερουτιάω
κερουτ-ιάω, prop. of horned animals,A toss the horns: metaph., of persons, toss the head, give oneself airs, Ar.Eq. 1344:—hence [full] -<ι>ασμός, ὁ, hauteur, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερουτιάω
См. также в других словарях:
κερουτιώ — κερουτιῶ, άω (Α) 1. (για ζώα που έχουν κέρατα) κινώ βιαίως τα κέρατα προς τα πάνω 2. μτφ. υψώνω το κεφάλι και υπερηφανεύομαι («ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερουτ (< *κερούττα, υποτιθέμενος αττ. τ. τού κερούσσα, <… … Dictionary of Greek