-
1 κερουλίς
-
2 κερ-ουχίς
-
3 κερουχίς
См. также в других словарях:
κερουλίς — και κερουλκίς ίδος, ἡ (Α) εσφ. γρφ. κερουχίς* … Dictionary of Greek
1 κερουλίς
2 κερ-ουχίς
3 κερουχίς
κερουλίς — και κερουλκίς ίδος, ἡ (Α) εσφ. γρφ. κερουχίς* … Dictionary of Greek