-
1 κεροτυπεω
бить (словно) рогами, бодатьναῦς κεροτυπούμεναι χειμῶνι Aesch. — корабли, швыряемые бурей
См. также в других словарях:
κεροτυπούμεναι — κεροτυπέω butt with horns pres part mp fem nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)