-
1 κερκουροσκάφη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερκουροσκάφη
См. также в других словарях:
κερκουροσκάφη — κερκουροσκάφη, η (Α) πάπ. μικρό ελαφρό πλοίο, κέρκουρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρκουρος + σκάφη «βάρκα»] … Dictionary of Greek