Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κερκιστικῆς

См. также в других словарях:

  • κερκιστικῆς — κερκιστική art of weaving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκιστική — κερκιστική, ἡ (Α) [κερκίζω] υφαντική («τὸ μὲν ξαντικὸν καὶ τὸ τῆς κερκιστικῆς», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ξαντικός — ή, ό (Α ξαντικός, ή, όν) [ξάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντική η τέχνη τού λαναρίσματος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικά η αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»