-
1 κερκιστικη
ἡ (sc. τέχνη) умение пользоваться ткацким челноком, ткацкое искусство Plut.
См. также в других словарях:
κερκιστική — κερκιστική, ἡ (Α) [κερκίζω] υφαντική («τὸ μὲν ξαντικὸν καὶ τὸ τῆς κερκιστικῆς», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
κερκιστικῆς — κερκιστική art of weaving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)