-
1 κερε-αλκής
κερε-αλκής, ές, poet. = κεραλκής; ταῦρος Ap. Rh. 4, 468; Callim. Dian. 179; Opp. Cyn. 2, 103.
См. также в других словарях:
κεραελκής — κεραελκής, ές (Α) 1. (συν. για ταύρους) αυτός που έχει δυνατά κέρατα, αυτός που χρησιμοποιεί με δύναμη τα κέρατά του 2. ο διακοσμημένος με κέρας, κερουλκός* 3. (το αρσ. πληθ.) κεραελκεῑς (κατά τόν Ησύχ.) κερατεσσείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερε αλκής… … Dictionary of Greek