Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κερδῷος

См. также в других словарях:

  • κερδῷος — bringing gain masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδώος — α, ο (Α κερδῷος, ῴα, ον) [κέρδος] (ως επίθ. τού Ερμού και τού Απόλλωνος) αυτός που φέρει κέρδος αρχ. αυτός που αναφέρεται στην αλεπού ή που μοιάζει με αλεπού, δηλ. δόλιος, πανούργος, πονηρός …   Dictionary of Greek

  • κερδῷον — κερδῷος bringing gain masc acc sg κερδῷος bringing gain neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδῷε — κερδῷος bringing gain masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερδῴα — κερδῴ̱ᾱ , κερδῷος bringing gain fem nom/voc/acc dual κερδῴ̱ᾱ , κερδῷος bringing gain fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CERDOUS — dictus est Apollo, ut et Mercurius a Κέρδος, i. e. lucrum: Hic quidem, quia negotiis praesit ac lucro, quâ ratione illi marsupium assignatur, ille vero, quia oraculis editis ad lucrum conferre insigniter crederetur. Cael. Rhodig. l. 16. c. 19.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LUCRUM — Mercurii nomine Vett. in veneratione fuit, quem propterea Κερδῷον θεὸν vocat Lycophr. Cassandrâ. ᾧ ποτ᾿ εν μύχοις Δελφινίου παῤ ἄντρα κερδῴου θεοῦ. cui in obscuris cavis Delphorum operta ad antra Lucrini Dei etc. uti vertit Ios. Scalig. Eidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ερμής — I Ένας από τους θεούς του ελληνικού Δωδεκάθεου. Σχετίζεται με την ιδιαίτερη σφαίρα του χαώδους, του πρώτου δηλαδή στοιχείου της κοσμογονίας, με την έννοια ότι ήταν έξω από τον νόμο (προστάτευε τους κλέφτες και ήταν και ο ίδιος κλέφτης), έξω από… …   Dictionary of Greek

  • εμπολαίος — ἐμπολαῑος, α, ον (AM) (ως επίθ. τού Ερμή) αυτός που ανήκει στο εμπόριο ή τό προστατεύει (α. «Ἐρμᾱ μπολαῑε», Αριστοφ. β. «ἐμπορευτικὸς καὶ ἐμπολαῑος καὶ κερδῷος», Ευστάθ.) …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κερδῴη — κερδῴ̱η , κερδῷος bringing gain fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»