-
1 κερδαλεος
31) полезный(βουλή Hom.; ἐργασίαι Isocr.)
2) прибыльный, доходный(αἱ ἐμπορίαι Arph.)
3) выгодный4) хитрый, лукавый(μῦθος, νοήματα, κ. καὴ ἐπίκλοπος Hom.; ἥ ἀλώπηξ Plat.)
-
2 κερδαλέος
κερδαλέος, 1) gewinnreich, ersprießlich, nützlich; βουλή Il. 10, 44; Pind. P. 2, 78; Aesch. Eum. 962; τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας Ar. Av. 595; κερδαλεώτερόν ἐστι Her. 9, 7, 1; Plat. Crat. 417 b; ἐργασίαι Isocr. 2, 18. – Adv., Thuc. 3, 56. – 2) sich auf seinen Vortheil verstehend, listig, schlau; καὶ ἐπίκλοπος Od. 13, 291; μῦϑος 6, 148; τὴν ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην Plat. Rep. II, 365 c. – S. das Vor.
-
3 κερδαλέος
κερδαλέοςcrafty: masc nom sg -
4 κερδαλέος
-
5 κερδαλέος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κερδαλέος
-
6 κερδαλέος
-
7 κερδαλέος
κερδαλέος, α, ον (s. κέρδος; Hom. et al.; Artem. 4, 62) profitable, gainful τὸ κ. διώκειν pursue gain 2 Cl 20:4.—DELG s.v. κέρδος. -
8 κερδαλέος
A crafty, cunning,κ. κ' εἴη καὶ ἐπίκλοπος Od.13.291
;βουλή Il.10.44
;μῦθος Od.6.148
;νοήματα 8.548
; of Ionian women, Aeschin.Socr.20.b esp. of the fox, Archil.89.5: hence ἡ κ. the wily one, the fox, Ael.NA6.64, etc.; cf.κερδώ 1
.2 of things, profitable, Pi.P.2.78, X.Mem.3.4.11, etc.; .ά; τὰς ἐμπορίας τὰς κ. Ar.Av. 594
, cf. Isoc.2.18;τὸ κ. A.Eu. 1008
(anap.);κ. ἔς τι Th.2.53
.II Adv. - λέως to one's advantage, opp. δικαίως, Id.3.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαλέος
-
9 κερδαλεώτερον
κερδαλέοςcrafty: adverbial compκερδαλέοςcrafty: masc acc comp sgκερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc comp sgκερδαλέοςcrafty: masc acc sg (ionic)κερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
10 κερδαλεώτατον
κερδαλέοςcrafty: masc acc superl sgκερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc superl sgκερδαλέοςcrafty: masc acc sg (ionic)κερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc sg (ionic) -
11 κερδαλεώτατα
κερδαλέοςcrafty: adverbial superlκερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc superl plκερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc pl (ionic) -
12 κερδαλέα
κερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc plκερδαλέᾱ, κερδαλέοςcrafty: fem nom /voc /acc dualκερδαλέᾱ, κερδαλέοςcrafty: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
13 κερδαλέω
κερδαλέοςcrafty: masc /neut nom /voc /acc dualκερδαλέοςcrafty: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————κερδαλέοςcrafty: masc /neut dat sg -
14 κερδαλεωτάτη
κερδαλέοςcrafty: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)κερδαλέοςcrafty: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
15 κερδαλεώτατοι
κερδαλέοςcrafty: masc nom /voc superl plκερδαλέοςcrafty: masc nom /voc pl (ionic) -
16 κερδαλεώτερα
κερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc comp plκερδαλέοςcrafty: neut nom /voc /acc pl (ionic) -
17 κερδαλεώτεροι
κερδαλέοςcrafty: masc nom /voc comp plκερδαλέοςcrafty: masc nom /voc pl (ionic) -
18 κερδαλεώτερος
κερδαλέοςcrafty: masc nom comp sgκερδαλέοςcrafty: masc nom sg (ionic) -
19 κερδαλέαι
κερδαλέοςcrafty: fem nom /voc plκερδαλέᾱͅ, κερδαλέοςcrafty: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 κερδαλέη
κερδαλέοςcrafty: fem nom /voc sg (epic ionic)——————κερδαλέοςcrafty: fem dat sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
κερδαλέος — crafty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλέος — α, ο (Α κερδαλέος, α, ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος] αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.) αρχ. 1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ… … Dictionary of Greek
κερδαλεώτερον — κερδαλέος crafty adverbial comp κερδαλέος crafty masc acc comp sg κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc comp sg κερδαλέος crafty masc acc sg (ionic) κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτατον — κερδαλέος crafty masc acc superl sg κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc superl sg κερδαλέος crafty masc acc sg (ionic) κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτατα — κερδαλέος crafty adverbial superl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc superl pl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλέα — κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl κερδαλέᾱ , κερδαλέος crafty fem nom/voc/acc dual κερδαλέᾱ , κερδαλέος crafty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεωτάτη — κερδαλέος crafty fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) κερδαλέος crafty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτατοι — κερδαλέος crafty masc nom/voc superl pl κερδαλέος crafty masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτερα — κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc comp pl κερδαλέος crafty neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτεροι — κερδαλέος crafty masc nom/voc comp pl κερδαλέος crafty masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλεώτερος — κερδαλέος crafty masc nom comp sg κερδαλέος crafty masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)