Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κερδο-φόρος

См. также в других словарях:

  • κανηφόρος — Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε… …   Dictionary of Greek

  • ζευγοφόρα — τα κολεόπτερα τής οικογένειας τών χρυσομηλιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο φόρος, μισθο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυοφόρος — θυοφόρος, ὁ (Α) ο κληρικός που θύμιαζε κατά τις εκκλησιαστικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυρεοφόρος — θυρεοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει θυρεό, δηλ. μεγάλη επιμήκη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, κερδο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… …   Dictionary of Greek

  • κυριοφόρος — κυριοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + φόρος (< φέρω), πρβλ. θεο φόρος, κερδο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • προσοδοφόρος — α, ο, Ν αυτός που αποφέρει προσόδους, κέρδη, επικερδής, κερδοφόρος (α. «προσοδοφόρο κτήμα» β. προσοδοφόρα τέχνη»). επίρρ... προσοδοφόρως και προσοδοφόρα Ν με προσοδοφόρο, με επικερδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»