-
1 κερδο-φόρος
κερδο-φόρος, Gewinn bringend, ὄναρ, Artemid. 2, 30.
-
2 κερδοφόρος
-
3 κέρδος
Grammatical information: n.Meaning: `gain, profit, desire to gain, cunning, wiles' (Il.); in plur. also `good advice' (Hom.).Compounds: rarely as 1, member, e. g. κερδο-φόρος `bringing gain' (Artem.), as 2. member in αἰσχρο-κερδής `full lowly desire to gain, greedy' (IA).Derivatives: Diminutives κερδάριον, κερδύφιον (gloss.); κερδοσύνη `ruse' (Hom., Cleanth. Hymn. 1, 28; Porzig Satzinhalte 226, Wyss - συνη 27), κερδώ f. "the cunning", i. e. `the fox' (Ar., Babr.); Κέρδων, - ωνος PN (D., Argolis; from here Lat. cerdō `ordinary artisan'), also Κερδέων surn. of Hermes and Κερδείη Πειθώ (Herod. 7, 74); Κερδῳ̃ος `bringing gain' surn. of Apollon (Thessal., Lyc.; after Λητῳ̃ος), also of Hermes (Plu., Luc.), also from the fox (Babr.); κερδητικός `greedy' (gloss.). - Further κερδαλέος `greedy' (Il.) and κερδαίνω, aor. κερδῆναι, - δᾶναι, - δῆσαι `gain, have profit' (Pi., IA); hardly from an old \/ n-l\/-stem (Schwyzer 484). - Compar. forms κερδίων `more profitable' (Il.), κέρδιστος `the most cunnting' (Hom.), cf. Seiler Steigerungsformen 84.Origin: IE [Indo-European]X [probably] [579], PGX [probably a word of Pre-Greek origin] * kerd- `gain, clever, cunning'Etymology: The only connections outside Greek are a few Celtic words: OIr. cerd (IE. * kerdā) `art, handwork', also `aerarius, figulus, poeta', Welsh cerdd `song'. - The doubtful H.-glosse κήρτεα τὰ κέρδη does hardly allow conclusions for the morphology (cf. Schwyzer 512 n. 3). See Bq, and W.-Hofmann s. cerdō; also E. Lewy FS Dornseiff 226f. Sophie Minon conects (RPh. LXXIV (2000) 271 κορδύς πανοῦργος H., which is of course not certain (s.v.). Or do κερδύφιον, κερδώ point to a Pre-Greek word?Page in Frisk: 1,829Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρδος
См. также в других словарях:
κανηφόρος — Κατά την αρχαιότητα η παρθένος που κρατούσε κάνιστρο, στο οποίο τοποθετούσαν τα διάφορα αντικείμενα της θυσίας (στέφανος, μαχαίρι, λιβανωτό κλπ.) για να μεταφερθούν μέχρι τον βωμό. Στην Αθήνα χρέη κ. εκτελούσε συνήθως η κόρη εκείνου που θυσίαζε… … Dictionary of Greek
ζευγοφόρα — τα κολεόπτερα τής οικογένειας τών χρυσομηλιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο φόρος, μισθο φόρος] … Dictionary of Greek
θυοφόρος — θυοφόρος, ὁ (Α) ο κληρικός που θύμιαζε κατά τις εκκλησιαστικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
θυρεοφόρος — θυρεοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει θυρεό, δηλ. μεγάλη επιμήκη ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, κερδο φόρος] … Dictionary of Greek
θωρακοφόρος — ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, ον) αυτός που φέρει θώρακα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος… … Dictionary of Greek
κυριοφόρος — κυριοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + φόρος (< φέρω), πρβλ. θεο φόρος, κερδο φόρος] … Dictionary of Greek
προσοδοφόρος — α, ο, Ν αυτός που αποφέρει προσόδους, κέρδη, επικερδής, κερδοφόρος (α. «προσοδοφόρο κτήμα» β. προσοδοφόρα τέχνη»). επίρρ... προσοδοφόρως και προσοδοφόρα Ν με προσοδοφόρο, με επικερδή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο… … Dictionary of Greek