-
1 κερδαλεως
См. также в других словарях:
κερδαλέως — κερδαλέος crafty adverbial κερδαλέος crafty masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαλέος — α, ο (Α κερδαλέος, α, ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος] αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.) αρχ. 1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ… … Dictionary of Greek
ՇԱՀԱԲԵՐ — (ի, ից.) NBH 2 0458 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. ἑμπορευόμενος mercaturam exercens եւ κερδαλέως, εὕπορος lucrosus, quaestuosus, utilis. Բերօղ զշահ, զվաճառաշահութիւն. շահեկան. օգտակար. *Եղեւ իբրեւ զնաւ շահաբեր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇԱՀԱՒՈՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0459 Chronological Sequence: 11c մ. κερδαλέως cum lucro, utiliter. Շահաւոր օրինակաւ. շահիւ եւ օգտիւ մեծաւ. *Նոքա տաժանագոյնք եւ վաստակելիք են. այլ սա շահաւորաբար, լուսաւորէ զհոգին, եւ այլն. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 35 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)