-
41 обыграть
обыгратьсов, обыгрывать несов νικῶ / κερδίζω (выигрывать):\обыграть кого-л. в шахматы νικώ στό σκάκι. -
42 одержать
одержатьсов, одерживать несов:\одержать верх над кем-л. ὑπερτερώ, ὑπερισχύω; νικώ· \одержать победу νικώ, κερδίζω τή νίκη. -
43 оттягивать
оття||гиватьнесов1. τραβῶ κατά μέρος, σύρω κατά μέρος (в сторону) / τραβώ πίσω, σύρω πίσω (назад):\оттягивать курок σηκώνω τόν πετεινό· \оттягивать войска ἀποσύρω τά στρατεύματα·2. (на более поздний срок) ἀναβάλλω, τραινάρω, βραδύνω·3. тех. (путем ковки) τραβώ· ◊ \оттягивать время κερδίζω χρόνο. -
44 отыграть
отыгратьсов, отыгрывать несов (проигранное) ξανακερδίζω, παίρνω πίσω τά χαμένα \отыграться (ξανα)κερδίζω τά χαμένα (στό παιγνίδι), βγάζω τά χαμένα (στό παιγνίδι). -
45 подрабатывать
подрабатыватьнесов, подработать сов1. (зарабатывать дополнительно) κερδίζω συμπληρωματικά, βγάζω λεφτά·2. (дорабатывать) ἐπεξεργάζομαι:\подрабатывать проект ἐπεξεργάζομαι σχέδιο. -
46 поживиться
поживитьсясов κερδίζω, βγάζω κέρδος, βγάζω ὀφελος:\поживиться за чей-л. счет βγάζω ὀφελος σέ βάρος κάποιου. -
47 получать
получа||тьпесо».1. παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:^\получать письмо́ λαβαίνω γράμμα· \получать диплом παίρνω δίπλωμα·.\получать важные сведения λαβαίνω σπουδαίες πληροφορίες· \получать первую помощь μοῦ παρέχονται οἱ πρῶτες βοήθειες·2. (зарабатывать) κερδίζω:сколько ты \получатьешь? πόσα κερδίζεις;, πόσα παίρνεις;·3. (добивать, вырабатывать) βγάζω· ◊ \получать на́сморк πιάνω συνάχι, συναχώνομαι· -\получать удовольствие εὐχαριστιέμαι, ἰκανοκοιοῦμαι· \получать· всемирное признание ἀποκτώ παγκόσμια ἀναγνώριση. -
48 прирабатывать
прирабатыватьнесов, приработать сов κερδίζω πάνω ἀπ· τόν μισθό μου. -
49 пропитание
пропитаниес ἡ διατροφή:заработать себе на \пропитание κερδίζω τά προς τό ζήν, βγάζω τό ψωμί μου. -
50 сражение
сражениес ἡ μάχη:выигрывать \сражение κερδίζω τήν μάχη· морское \сражение ἡ ναυμαχία. -
51 срывать
срыва||ть Iнесов1. ἀποσπῶ, ξεριζώνω, ἐκριζώ/ παίρνω (о ветре):·\срывать· цветы δρέπω ἄνθη· \срывать маску с кого́-л. перен ἀφαιρώ τό προσωπεῖο[ν] ἀπό κάποιον2. (гнев, раздражение и т. п.) ξεσπώ:\срывать злобу на ко́м-л. ξεσπώ τό θυμό μου, βγάζω τό ἄχτι μου πάνω σέ κάποιον3. (план, переговоры и т. п.) χαλνώ, ἀνατρέπω, ματαιώνω· ◊ \срывать аплодисменты ἀποσπώ χειροκροτήματα· \срывать банк κερδίζω ὅλα τά χρήματα τής μπάγκας.срывать IIнесов κατεδαφίζω, γκρεμίζω:\срывать до основания γκρεμίζω ὁλότελα. -
52 be first past the post
(to win.) τερματίζω πρώτος/κερδίζω -
53 gain
[ɡein] 1. verb1) (to obtain: He quickly gained experience.) αποκτώ2) ((often with by or from) to get (something good) by doing something: What have I to gain by staying here?) κερδίζω3) (to have an increase in (something): He gained strength after his illness.) παίρνω4) ((of a clock or watch) to go too fast: This clock gains (four minutes a day).) πάω μπροστά2. noun1) (an increase (in weight etc): a gain of one kilo.) αύξηση2) (profits, advantage, wealth etc: His loss was my gain; He'd do anything for gain.) κέρδος•- gain on -
54 get the best of
(to win, or get some advantage from, (a fight, argument etc): He was shouting a lot, but I think I got the best of the argument.) κερδίζω -
55 make
[meik] 1. past tense, past participle - made; verb1) (to create, form or produce: God made the Earth; She makes all her own clothes; He made it out of paper; to make a muddle/mess of the job; to make lunch/coffee; We made an arrangement/agreement/deal/bargain.) κάνω,φτιάχνω/κατασκευάζω2) (to compel, force or cause (a person or thing to do something): They made her do it; He made me laugh.) κάνω,αναγκάζω3) (to cause to be: I made it clear; You've made me very unhappy.) κάνω,καθιστώ4) (to gain or earn: He makes $100 a week; to make a profit.) βγάζω,κερδίζω5) ((of numbers etc) to add up to; to amount to: 2 and 2 make(s) 4.) κάνω,ισούμαι με6) (to become, turn into, or be: He'll make an excellent teacher.) γίνομαι7) (to estimate as: I make the total 483.) υπολογίζω8) (to appoint, or choose, as: He was made manager.) διορίζω,προάγω9) (used with many nouns to give a similar meaning to that of the verb from which the noun is formed: He made several attempts (= attempted several times); They made a left turn (= turned left); He made (= offered) a suggestion/proposal; Have you any comments to make?) κάνω(+ουσιαστικό)2. noun(a (usually manufacturer's) brand: What make is your new car?) μάρκα- maker- making
- make-believe
- make-over
- makeshift
- make-up
- have the makings of
- in the making
- make a/one's bed
- make believe
- make do
- make for
- make it
- make it up
- make something of something
- make of something
- make something of
- make of
- make out
- make over
- make up
- make up for
- make up one's mind
- make up to -
56 strike a blow for
(to make an effort on behalf of (a cause etc).) δίνω/κερδίζω μια μάχη(στον αγώνα για ή ενάντια σε κάτι) -
57 win over
(to succeed in gaining the support and sympathy of: At first he refused to help us but we finally won him over.) κερδίζω, παίρνω με το μέρος μου -
58 win/lose the toss
(to guess rightly or wrongly which side of the coin will fall uppermost: He won the toss so he started the game.) κερδίζω / χάνω στο κορόνα - γράμματα -
59 выигрывать
[βυίγκρυβατ'] ρ. κερδίζω -
60 зарабатывать
[ζαραμπάτυβατ"] ρ. βγάζω λεψτά, κερδίζω
См. также в других словарях:
κερδίζω — κερδίζω, κέρδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κερδίζω — και κερδάω και κερδεύω κέρδισα και κέρδεψα, κερδίστηκα και κερδεύτηκα, κερδισμένος και κερδεμένος 1. αποχτώ κέρδος, ωφελούμαι: Κερδίζει πολλά από τις επιχειρήσεις του. 2. πετυχαίνω σε κάτι είτε από τύχη είτε από ικανότητα: Κερδίζει στα χαρτιά. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым … Википедия
Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория … Википедия
αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… … Dictionary of Greek
εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… … Dictionary of Greek