Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κερδίζω

  • 81 нажить

    -иву, -ившь, παρλθ. χρ. нажил, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нажитый, βρ: -жит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποκτώ κερδίζω, βγάζω•

    нажить капитл αποκτώ κεφάλαιο•

    нажить много д-нег βγάζω πολλά χρήματα•

    нажить состояние αποκτώ περιουσία•

    нажить себе друга, врага αποκτώ φίλο, εχθρό•

    нажить беду επισύρω στον εαυτό μου δυστυχία.

    2. ζω•

    недолго она после мужа -ла αυτή δεν έζησε πολύ μετά το σύζυγο της.

    1. πλουτίζω•

    нажить на военных поставках αποκτώ πλούτη από στρατιωτικές προμήθειες.

    2. μακροημερεύω, μακροχρον ίζω, ζω πολλά χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > нажить

  • 82 наиграть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-йгранный, βρ: -гран, -а, -о.
    1. παίζω σε μουσικό όργανο πολύ χρόνο.
    2. κερδίζω, βγάζω από τυχερά παιγνίδια ή από μουσικό όργανο.
    3. σιγοπαίζω σε μουσικό όργανο.
    4. γράφω σε μαγνητοταινία ή σε δίσκο.
    παραπαίζω.

    Большой русско-греческий словарь > наиграть

  • 83 наработать

    ρ.σ.μ. (με ποσοτική σημ.).
    1. κατασκευάζω, φτιάσω.
    2. αποκτώ, κερδίζω, βγάζω με τη δουλειά μου.
    δουλεύω πολύ. || κουράζομαι, κοπιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > наработать

  • 84 наторговать

    -гую, -гуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наторгованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.
    1. κερδίζω με το εμπόριο.
    2. (με ποσοτική σημ..) πουλώ εμπόρευμα•

    он -ал на тысячу рублей αυτός πούλησε εμπόρευμα χιλίων ρουβλιών.

    3. εμπορεύομαι για λίγο καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > наторговать

  • 85 обдуть

    -ую, -уешь
    ρ.σ.μ.
    1. φυσώ από παντού•

    его -ло свежим воздухом τον φύσηξε από παντού δροσερός αέρας.

    || καθαρίζω με φύσημα, με την πνοή•

    обдуть пыль φυσώ τη σκόνη.

    2. (απλ.) απατώ, ξεγελώ. || (για παιγνίδι) κερδίζω, νικώ.

    Большой русско-греческий словарь > обдуть

  • 86 обремизить

    -ижу, -жзишь
    ρ.σ.μ.
    1. (για χαρτπ.) κερδίζω κάποιον, δεν αφήνω να πάρει χαρτωσιά.
    2. μτφ. παλ. φέρνω σε δύσκολη θέση.
    1. (για χαρτπ.) χάνω, δεν παίρνω χαρτωσιά.
    2. περιέρχομαι σε δύσκολη θέση•την πατάω, την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > обремизить

  • 87 обставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. περί,θέτω, περιβάλλω, περιστοιχίζω περιφράζω. || μτφ. (παρα)γεμιζω•, συμπληρώνω πλουτίζω.
    2. επιπλώνω•

    обставить квартиру επιπλώνω διαμέρισμα.

    || εφοδιάζω με σκηνικά κλπ. θεατρικά είδη.
    3. μτφ. οργανώνω, προετοιμάζω καλά•

    обставить празднование οργανώνω καλά το γιορτασμό.

    4. ξεπερνώ, υπερέχω, υπερτερώ, υπερβάλλω κάποιον.
    5. (για χαρτπ.) κερδίζω, νικώ, παίρνω.
    6. (εξ)απατώ.
    1. περιβάλλομαι, περ ιστό ιχίζομαι.
    2. επιπλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обставить

  • 88 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 89 оттянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω προς τα πίσω ή κατά μέρος•

    курок σηκώνω (ανυψώνω) τον επικρουστήρα.

    || παρασύρω•

    течением баржу -ло от берега το ρεύμα παρέσυρε τη μαουνα από την ακτή.

    || σύρω, τραβώ βίαια. || αποσπώ παραπλανώντας•

    оттянуть силы врага, τραβώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    2. τεντώνω προς τα κάτω με το βάρος. || προκαλώ πόνο με το βάρος•

    вдра -ли руки μου πόνεσαν τα χέρια κουβαλώντας κουβάδες.

    3. τρενάρω, αναβάλλω, παρελκύω, καθυστερώ.
    4. (τεχ.)
    επιμηκύνω με σφυρηλάτηση.
    5. βλ. оттопырить.
    εκφρ.
    оттянуть время – κερδίζω χρόνο, παρελκύω σκόπιμα.
    1. αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, αποσύρομαι• αποχωρώ•

    наши войска -лись южнее τα στρατεύματα μας αποσύρθηκαν νοτιότερα.

    2. κρέμομαι από το βάρος.

    Большой русско-греческий словарь > оттянуть

  • 90 пари

    ουδ. άκλ. το στοίχημα•

    выиграть κερδίζω το στοίχημα•

    заключать пари βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω.

    εκφρ.
    держу пари что... – στοιχηματίζω ότι...

    Большой русско-греческий словарь > пари

  • 91 переиграть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переигранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. ξαναπαίζω.
    2. παίζω (όλα, πολλά)•

    труппа -ла весь свой репертуар ο θίασος έπαιξε ολο το δραματολόγιο (ρεπερτόριο) του.

    3. παίζω υπερβολικά, παραπαίζω.
    4. (ξε)περνώ στο παιγνίδι κερδίζω.
    5. (θεατρ.) υποδύομαι το ρόλο υπερφυσικά.

    Большой русско-греческий словарь > переиграть

  • 92 перетягать

    ρ.σ.μ. παλ. κερδίζω (νικώ) δικαστικώς.

    Большой русско-греческий словарь > перетягать

  • 93 подработать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω ακόμα• ετοιμάζω•

    подработать резолюцию ετοιμάζω την απόφαση.

    2. εργαζόμενος παραπάνω κερδίζω περισσότερα•

    подработать деньги δουλεύω παραπάνω για να βγάλω περισσότερα χρήματα.

    φθείρομαι από τη χρήση, από την τριβή.

    Большой русско-греческий словарь > подработать

  • 94 подторговывать

    ρ.δ.
    1. (απλ.) κερδίζω συμπληρωμαρικά με το εμπόριο.
    2. εμπορεύομαι, ασχολούμαι, λίγο με το εμπόριο.

    Большой русско-греческий словарь > подторговывать

  • 95 поживиться

    -влюсь, -вишься
    ρ.σ.
    ζω, κερδίζω σε βάρος (άλλου)•

    поживиться за счёт другого ζω σε βάρος άλλου•

    здесь нечем поживиться εδώ δεν έχει ψωμί, εδώ υπάρχει φτώχεια•

    он -лся от этого дела αυτός κέρδισε πολλά απ αυτή την υπόθεση.

    Большой русско-греческий словарь > поживиться

  • 96 покорыстоваться

    ρ.σ. παλ.
    1. επωφελούμαι• κερδίζω.
    2. θέλω, επιθυμώ πολύ, επιζητώ να πάρω, να ιδιοποιηθώ.

    Большой русско-греческий словарь > покорыстоваться

  • 97 прибыль

    θ.
    1. κέρδος•

    получить прибыль παίρνω (βγάζω) κέρδος, κερδίζω•

    крупная прибыль μεγάλο κέρδος•

    погоня -за -ями κυνήγημα κερδών•

    чжстая прибыль καθαρό κέρδος•

    торговая прибыль εμπορικό κέρδος•

    извлекать прибыль βγάζω κέρδος•

    приносить прибыль (απο)φέρω κέρδος.

    2. όφελος, ωφέλεια, απολαβή•

    какая мне в этом -? τι όφελος έχω απ αυτό;

    3. αύξηση, ανέβασμα, άνοδος•

    прибыль населения αύξηση του πληθυσμού•

    вода идёт на прибыль το νερό (η στάθμη του νερού) ανεβαίνει.

    εκφρ.
    пойти на прибыль – μεγαλώνω, αυξαίνω•
    день пошёл на прибыль – η μέρα άρχισε να μεγαλώνει.

    Большой русско-греческий словарь > прибыль

  • 98 приработать

    ρ.σ.μ. κερδίζω, βγάζω με παραπανήσια εργασία, με υπερωρίες.

    Большой русско-греческий словарь > приработать

  • 99 прок

    -а (-у) α. όφελος, κέρδος, απολαβή• προκοπή•

    от этого -у не будет απ αυτό κανένα όφελος δε θα βγει, δε θα υπάρξει•

    что в этом -у? τι όφελος έχει αυτό; σε τι θα χρησιμεύσει;•

    идти в прок ωφελούμαι, κερδίζω,απολαβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > прок

  • 100 пропитание

    ουδ.
    1. διατροφή, συντήρηση•

    найти себе пропитание εξοικονομώ τα προς του ζειν•

    работать на пропитание κερδίζω (βγάζω) τα προς του ζειν.

    2. τροφή.

    Большой русско-греческий словарь > пропитание

См. также в других словарях:

  • κερδίζω — κερδίζω, κέρδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κερδίζω — και κερδάω και κερδεύω κέρδισα και κέρδεψα, κερδίστηκα και κερδεύτηκα, κερδισμένος και κερδεμένος 1. αποχτώ κέρδος, ωφελούμαι: Κερδίζει πολλά από τις επιχειρήσεις του. 2. πετυχαίνω σε κάτι είτε από τύχη είτε από ικανότητα: Κερδίζει στα χαρτιά. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… …   Dictionary of Greek

  • εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»