-
1 κεραύνιος
κεραύνιος, auch 2 Endgn, zum Donnerkeil gehörig; φλὸξ κεραυνία Aesch. Prom. 1019; βολαὶ κεραύνιοι Spt. 412; πῦρ, Blitz, Eur. Tr. 80; λαμπάσιν κεραυνίοις u. κεραυνίαις, Bacch. 244 Suppl. 1011; vom Blitz getroffen, Καπανέως δέμας 512; vgl. ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ, von der Semele, Soph. Ant. 1126, wie Eur. Bacch. 6. Aber bei Antp. Sid. 18 (VI, 115) ehrendes Beiwort des Philipp, wie κεραύνειος; auch Ζεύς, der Donnerer, Arist. mund. 7.
-
2 κεραύνιος
κεραύνιος, zum Donnerkeil gehörig; πῦρ, Blitz; vom Blitz getroffen; ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ, von der Semele; ehrendes Beiwort des Philipp, wie κεραύνειος; auch Ζεύς, der Donnerer
См. также в других словарях:
κεραύνιος — of a thunderbolt masc nom sg κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραύνιος — of a thunderbolt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραύνιος — α, ο (ΑΜ κεραύνιος, ία ον, Α καί ος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.) αρχ. 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος 2. κεραύνειος* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
κεραυνίους — κεραύνιος of a thunderbolt masc acc pl κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραυνίων — Κεραύνιος of a thunderbolt fem gen pl Κεραύνιος of a thunderbolt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραύνιε — κεραύνιος of a thunderbolt masc voc sg κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραύνιοι — κεραύνιος of a thunderbolt masc nom/voc pl κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραύνιον — Κεραύνιος of a thunderbolt masc acc sg Κεραύνιος of a thunderbolt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραυνίαις — Κεραύνιος of a thunderbolt fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνίαις — κεραύνιος of a thunderbolt fem dat pl κεραυνία fem dat pl κεραυνίας thunder stricken masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραυνίη — Κεραύνιος of a thunderbolt fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)