Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κεραϊτις

См. также в других словарях:

  • κεραίτις — κεραῑτις, αίτιδος, ἡ (Α) [κέρας] το φυτό βούκερως* …   Dictionary of Greek

  • κεραῖτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • FOENUM Graecum — Gr. τῆλις, unde teilinum oleum, de quo vide Salmas. as Solin. p. 466. et infra suo loco: aliter et κεραΐτις et βούκερως a seminis curvatura, Lat. sillicula, vel Silicla describitur Plin. l. 18: c. 16. Et silicia scarificatione seritur, non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»