-
1 κεραιζέμεν
κεραιζέμεν, κεραίζωravage: pres inf act (epic)κεραϊζέμεν, κεραίζωravage: pres inf act (epic) -
2 κεραΐζω
κεραΐζω (cf. κείρω), inf. κεραϊζέμεν: lay waste, destroy; also kill, Il. 2.861.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κεραΐζω
См. также в других словарях:
κεραιζέμεν — κεραίζω ravage pres inf act (epic) κεραϊζέμεν , κεραίζω ravage pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)