-
1 κεραυνο-βλής
κεραυνο-βλής, ῆτος, vom Donnerkeil getroffen, Theophr.
-
2 κεραυνοβλής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραυνοβλής
-
3 κεραυνοβλής
κεραυνο-βλής, ῆτος, vom Donnerkeil getroffen
См. также в других словарях:
πολυβλής — ῆτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει χτυπήσει πολλούς («πολυβλῆτα οἷον πολλοὺς βεβληκότα», Απολλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλής (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βλής] … Dictionary of Greek