-
1 κεραυνομαχης
См. также в других словарях:
κεραυνομάχης — κεραυνομάχης, ου, δωρ. τ. κεραυνομάχας, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κεραυνούς, αυτός που έχει ως όπλο του τον κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + μάχης (< μάχη), πρβλ. λεοντο μάχης, οπλο μάχης] … Dictionary of Greek
κεραυνομάχαν — κεραυνομάχᾱν , κεραυνομάχης fighting with thunder masc acc sg (epic doric aeolic) κεραυνομάχης fighting with thunder masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνός — Ακαριαία, ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, εξαιτίας της παρουσίας ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου στον συγκεκριμένο χώρο της ατμόσφαιρας. Αν η εκκένωση συμβεί μεταξύ δύο νεφών ή στο εσωτερικό ενός νέφους, η εκκένωση αυτή καλείται… … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek