-
1 κεραυνοβολος
I.ὅ мечущий гром, поражающий громом(ἀγγεῖον Luc.; πῦρ Anth.)
II.ὅ пораженный громом (sc. Σεμέλα Eur.; δένδρον Diod.) -
2 κεραυνοβόλος
α, ο [ος, ον ]1) молниеносный;κεραυνοβόλος πόλεμος — молниеносная война;
2) внезапный, скоропостижный (о смерти); быстро развивающийся (о болезни); скоротечный;3) громовой, грозный;κεραυνοβόλοςο βλέμμα — испепеляющий взгляд
См. также в других словарях:
κεραυνόβολος — κεραυνόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό βολος, νιφό βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβολος — hurling the thunder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοβόλος, ον) (νεοελλ,) μτφ. 1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση») 2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος 3. φρ.… … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλος — α, ο επίρρ. α 1. αστραπιαίος, αποτελεσματικός, ταχύτατος: Το τάγμα έκαμε μια κεραυνοβόλα ενέργεια. 2. αυτός που εκδηλώνεται απότομα, θανατηφόρος: Έπαθε κεραυνοβόλα αποπληξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεραυνοβόλοις — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem/neut dat pl κεραυνοβόλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλον — κεραυνοβόλος masc/fem acc sg κεραυνοβόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλου — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem/neut gen sg κεραυνοβόλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλους — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem acc pl κεραυνοβόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβολον — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem acc sg κεραυνόβολος hurling the thunder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλοι — κεραυνοβόλος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)