-
1 κερατοφορος
См. также в других словарях:
κερατοφόρος — κερατοφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος («ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν κερατοφόρα, τὰ δ ἄκερα τῶν ζώων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κερατοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόρον — κερατοφόρος masc/fem acc sg κερατοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόρα — κερατοφόρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόρε — κερατοφόρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόροι — κερατοφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόροις — κερατοφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόροισι — κερατοφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόρους — κερατοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόρων — κερατοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοφόρῳ — κερατοφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)