-
1 κερατοειδής
κερατοειδήςlike horn: masc /fem nom sg -
2 κερατοειδής
κερᾱτο-ειδής, ές,2 applied to a part of the coat, opp. λευκός, Ruf.Onom. 27, cf. Gal.UP10.3 (distinguishing cornea from sclera).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατοειδής
-
3 κερατοειδές
κερατοειδήςlike horn: masc /fem voc sgκερατοειδήςlike horn: neut nom /voc /acc sg -
4 κερατοειδή
κερατοειδήςlike horn: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κερατοειδήςlike horn: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κερατοειδήςlike horn: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 κερατοειδῆ
κερατοειδήςlike horn: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)κερατοειδήςlike horn: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)κερατοειδήςlike horn: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 κερατοειδεί
κερατοειδήςlike horn: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)κερατοειδήςlike horn: masc /fem /neut dat sg -
7 κερατοειδεῖ
κερατοειδήςlike horn: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)κερατοειδήςlike horn: masc /fem /neut dat sg -
8 κερατοειδείς
κερατοειδήςlike horn: masc /fem acc plκερατοειδήςlike horn: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
9 κερατοειδεῖς
κερατοειδήςlike horn: masc /fem acc plκερατοειδήςlike horn: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
10 κερατοειδούς
-
11 κερατοειδοῦς
-
12 κερατοειδώς
-
13 κερατοειδῶς
-
14 κερατώδης
κερᾱτ-ώδης, ες,A = κερατοειδής, like antlers, Thphr.HP5.1.6; τὸ κ., of the gizzard in fowls, Dsc.2.49.II v. κεραώδης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατώδης
См. также в других словарях:
κερατοειδής — like horn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδής — ές (ΑΜ κερατοειδής, ές) 1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης») 2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» ή «κερατοειδής υμένας» ο εμπρόσθιος εξώτατος… … Dictionary of Greek
κερατοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που μοιάζει στο σχήμα με κέρατο: Η παράταξη ήταν κερατοειδής. 2. «κερατοειδής χιτώνας του ματιού», ο εξωτερικός διαφανής υμένας του ματιού που φράζει το μπροστινό άνοιγμα του σκληρού χιτώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερατοειδῆ — κερατοειδής like horn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κερατοειδής like horn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κερατοειδής like horn masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδεῖ — κερατοειδής like horn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κερατοειδής like horn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδεῖς — κερατοειδής like horn masc/fem acc pl κερατοειδής like horn masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδές — κερατοειδής like horn masc/fem voc sg κερατοειδής like horn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδοῦς — κερατοειδής like horn masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατοειδῶς — κερατοειδής like horn adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek