-
1 κεράσια
κεράσιονfruit of the: neut nom /voc /acc pl -
2 κελαινόλωτα
A with dark skin).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινόλωτα
-
3 κέρασος
Grammatical information: m. (f.)Meaning: `bird-cherry, Prunus avium' (Xenoph., Thphr.).Other forms: κερασός acc. Hdn. Gr. 1, 209.Dialectal forms: Myc. keraso \/ κερασώ\/, Heubeck, Kadmos 4, 956, 138-145; Chantr., Atti primo congr. Micenol. 1, 575.Derivatives: κερασία, - έα `id.' (Gp.; cf. κερατία, - έα s. κέρας), κεράσιον `fruit of the κ.' (hell.), *κεράσινος in Lat. cerasinus `cherry-coloured', n. κεράσινον `cherry-coloured paint' ( PHolm.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Ending as in the foreign θίασος, κάρπασος (s. vv.). As the improved cherry came from the Pontos-area (whence Κερασοῦς town on the Pontos, "the rich in cherries"), the name too will be Anatolian. Origin further unknown, after Bq (doubting) Thraco-Phrygian (doubts in Kretschmer Glotta 5, 309); G. Neumann, Untersuch. 101, Hester, Lingua 13, 1965, 356. One adduces also Assyr. karšu. Cf. on κράνον. - From Gr. κέρασος, - ία, κεράσιον came on the one hand Asiatic names of the cherry-tree and the cherry as Arm. ker̄as, Kurd. ghilas, on the other hand Lat. cerasus, - ium, Vulg. Lat. * cerasia, * ceresia, -ea; from Latin again the Rom. and Germ. forms as Fr. cerise, OHG chirsa \> Kirsche. - See W.-Hofmann s. cerasus. Cf. Olck, RE 11, 509f. The form with intervoc. σ must be Anatolian or Pre-Greek.Page in Frisk: 1,827-828Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρασος
См. также в других словарях:
κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κερασία — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus … Dictionary of Greek
κερασιά — η το οπωροφόρο δέντρο κερασιά: Έχει πολλές κερασιές το χωριό αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεράσια — κεράσιον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Κερασιά — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.105 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο εσωτερικό του ακρωτηρίου Μεγάλο Καραμπουρνού, κοντά στη Νέα Μηχανιώνα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μηχανιώνας. Έως το 1981 ονομαζόταν Έμβολο … Dictionary of Greek
δρύπη — Σαρκώδης καρπός με ξυλώδες ενδοκάρπιο (κουκούτσι), που αποτελεί το κέλυφος του πυρήνα. Η δ. είναι χαρακτηριστικός καρπός πολυάριθμων φυτών της οικογένειας των ροδιδών (υποοικογένεια προνοειδή, π.χ. δαμασκηνιά, κερασιά, βερικοκιά και ροδακινιά).… … Dictionary of Greek
κέρασος — η (ΑΜ κέρασος, ὁ, Α και κερασός, ὁ) το οπωροφόρο δέντρο κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει το ληκτικό μόρφημα σος που είναι χαρακτηριστικό δάνειων λ. (πρβλ. θίασος, κάρπασος). Θα πρέπει να αποτελεί παλαιότατο δάνειο (πιθ. από την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
κεράσι — το (ΑΜ κεράσιον) ο καρπός τής κερασιάς νεοελλ. φρ. «όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι» όταν ακούς βαρύγδουπα λόγια ή μεγάλες υποσχέσεις να είσαι επιφυλακτικός μσν. αρχ. η κερασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + υποκορ. κατάλ. ι (ον), πρβλ … Dictionary of Greek
κερασέα — Ονομασία οικισμών. Βλ. λ. Κερασιά. * * * η (Μ κερασέα) βλ. κερασιά … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
Paliani — (Παλιανή) is a municipality in the Heraklion Prefecture, Crete, Greece. Population 2,404 (2001). The seat of the municipality is in Venerato. Until 2002, the municipality was named Tetrachori .In the dimos local government of Paliani Παλιανή ,… … Wikipedia