-
1 κερασφόρω
-
2 κερασφόρῳ
-
3 κερασφόρωι
κερασφόρῳ, κεράσφοροςhorned: masc /fem /neut dat sgκερασφόρῳ, κερασφόροςmasc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
κερασφορώ — κερασφορῶ, έω (ΑΜ) [κερασφόρος] έχω κέρατα … Dictionary of Greek
κερασφόρῳ — κεράσφορος horned masc/fem/neut dat sg κερασφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερασφόρωι — κερασφόρῳ , κεράσφορος horned masc/fem/neut dat sg κερασφόρῳ , κερασφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek