-
1 κεραμίδος
-
2 κεραμῖδος
-
3 κεραμίδος
κεραμίςroof-tile: fem gen sg -
4 διακύπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακύπτω
-
5 ὀπαῖος
A with a hole or opening, διὰ τῆς ὀπαίας κεραμίδος, = διὰ τῆς καπνοδόκης, through the tile with a hole in it (for the smoke to escape), Diph.84, cf. Moer.p.292 P.. Poll.2.54 :—also [full] ὀπαῖον, τό, IG 12.374.127-139(pl.), Plu.Per.13 ; cf. ὀπή.—On the readingἀν' ὀπαῖα Od.1.320
, v. ἀνοπαῖα.
См. также в других словарях:
κεραμῖδος — κεραμίς roof tile fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίδος — κεραμίς roof tile fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FOCUS — Servio a fovendo dictus est quidquid fovet ignem, sive ara sit, sive quidquid aliud, in quo ignis fovetur. Peculiariter vox sumitur pro ara Diis domesticis, quos Penates Laresque olim dixêrunt, sacra. Unde Plaut. Aulul. Act. 2. Sc. 8. v. 16. Haec … Hofmann J. Lexicon universale
κεραμίς — η (Α κεραμίς, ίδος και ῑδος) [κέραμος] νεοελλ. αρχιτ. «κεραμίς ηγεμών» ή «κέραμος ηγεμών» κέραμος τής στέγης που βρίσκεται ορθή πάνω στο γείσο, αλλ. ηγεμόνας αρχ. 1. καθετί που έχει κατασκευαστεί από κεραμίτιδα γη, δηλ. από πηλό, όπως λ.χ. το… … Dictionary of Greek
νεόπηκτος — η, ο (Α νεόπηκτος, ον) 1. αυτός που πήχθηκε πρόσφατα («οὐ τυρὸς νεόπηκτος», Βατραχομ.) 2. αυτός που κτίστηκε πρόσφατα ή αυτός που εδραιώθηκε πρόσφατα («νεοπήκτους ἔτι θαλάμους ἔχων», Ηλιόδ.) αρχ. αυτός που κατέστη στερεός αφού πρώτα ψήθηκε… … Dictionary of Greek
οπαίος — α, ο (Α ὀπαῑος, αία, ον) [οπή] αυτός που έχει οπή ή άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οπαίο α) ναυτ. μεγάλη τετράπλευρη οπή τού καταστρώματος πλοίου, όπου στερεώνεται η έδρα τού μεγάλου επιστηλίου β) στρ. η κεντρική οπή τού κλείστρου τών… … Dictionary of Greek