-
1 κεραμεά
κεραμεᾶ̱, κεραμεοῦςof clay: neut nom /voc /acc pl (attic)κεραμεοῦςof clay: neut nom /voc /acc pl (attic)κεραμεοῦςof clay: fem nom /voc /acc dual (attic)κεραμεᾶ̱, κεραμεοῦςof clay: fem nom /voc sg (attic)——————κεραμεᾷ̱, κεραμεοῦςof clay: fem dat sg (attic) -
2 κεραμέα
κεραμέᾱ, κεράμεοςof clay: fem nom /voc /acc dualκεραμέᾱ, κεράμεοςof clay: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)κεραμέᾱ, κεραμεύςpotter: masc acc sg——————κεραμέᾱͅ, κεράμεοςof clay: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Κεραμέα
Κεραμέᾱ, Κεραμεῖςpotter: masc acc sg -
4 κεραμεᾶ
Βλ. λ. κεραμεά -
5 κεραμεᾷ
Βλ. λ. κεραμεά -
6 κεραμέᾳ
Βλ. λ. κεραμέα -
7 κεράμεα
κεράμεοςof clay: neut nom /voc /acc pl -
8 κεραμέας
κεραμέᾱς, κεράμεοςof clay: fem acc plκεραμέᾱς, κεράμεοςof clay: fem gen sg (attic doric aeolic)κεραμέᾱς, κεραμεύςpotter: masc acc pl -
9 Κεραμέας
Κεραμέᾱς, Κεραμεῖςpotter: masc acc pl -
10 κεραμέαι
κεραμέᾱͅ, κεράμεοςof clay: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 κεραμέαν
κεραμέᾱν, κεράμεοςof clay: fem acc sg (attic doric aeolic) -
12 κεραμεάν
κεράμεοςof clay: masc /fem gen pl (doric)κεραμεᾶ̱ν, κεραμεοῦςof clay: fem acc sg (attic) -
13 κεραμεᾶν
κεράμεοςof clay: masc /fem gen pl (doric)κεραμεᾶ̱ν, κεραμεοῦςof clay: fem acc sg (attic) -
14 κεραμεάς
-
15 κεραμεᾶς
-
16 κεραμεοῦς
A of clay or earth, earthen, , cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are [full] κεράμειος, Plu.Galb.12; [full] κεράμεος, Pl.Ly. 219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); [full] κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; [full] κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; [full] κεράμιος, Str.17.2.3; [full] κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεοῦς
-
17 κεραμεύω
2 c. acc., κ. κανθάρους make earthenware cups, Epig.4; τὰ τρύβλια κακῶς κ., τὴν δὲ πόλιν εὖ καὶ καλῶς he tinkers the state, of the demagogue Cephalos, whose father was a potter, Ar.Ec. 253; κ. τὸν κεραμέα make a pot of the potter, Pl.Euthd. 301d; τὸ Νέστορος ποτήριον πολλοὶ -εύουσι, i.e. discuss its manufacture, Ath.11.781d:—[voice] Med., ἐκεραμεύσαντο.. ποτήρια they had them made, Pherecr.143:—[voice] Pass.,χύτρα κεκεραμευμένη ὑπὸ ἀγαθοῦ κεραμέως Pl.Hp.Ma. 288d
, cf. Nicostr.Com.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεύω
-
18 κοτταβίς
A = κοτταβεῖον 1, Hegesand.32;κεραμεᾶ κ. Harmod.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοτταβίς
-
19 κύλιξ
A cup, esp. wine-cup, Phoc.11, Sapph.5, Alc.41, Pi.Fr.124.3, B.Fr.16.3, Hdt.4.70, etc.;κ. κεραμέα Pl.Ly. 219e
; κ. χελιδονεία, ἡδυλεία, IG11(2).154 B6, 50 (Delos, iii B.C.);κυλίκων τέρψις S.Aj. 1200
(lyr.);κ. φιλοτησία Ar.Lys. 203
, Alex.291;κ. ἴσον ἴσῳ κεκραμένη Ar.Pl. 1132
;πλήρεις κ. οἴνου.. ἤντλουν Pherecr.108.30
;πίνειν τε πολλὰς κ. Eub.150.8
; ἐπὶ τῇ κύλικι λέγειν, = κυλικηγορεῖν, Pl.Smp. 214b;ἐπὶ τῆς κ. φλυαρεῖν D.L.2.82
;ἡ παρὰ τὴν κ. θρασύτης Plu.Ant.24
; περιελαύνειν τὰς κ. push round the cup, X.Smp.2.27; οἱ πρὸς ταῖς κ. cup-bearers, Hdn.3.5.5. -
20 ποτήριον
ποτήριον, τό,A drinking-cup, wine-cup, Alc.52, Sapph.Supp. 20a.10, Hdt.2.37, 3.148, Ar.Eq. 120, 237, etc.; οὔποτ' ἐκ ταὐτοῦ μεθ' ἡμῶν πίεται π. ib. 1289;π. ἀργυρᾶ IG12.232
, al.;κεραμεᾶ Ath.11.464a
, etc.3 jar, Gal.13.385.II absorbent preparation, Gal.13.258, Alex.Trall.10 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποτήριον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεραμέα — κεραμέᾱ , κεράμεος of clay fem nom/voc/acc dual κεραμέᾱ , κεράμεος of clay fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεραμέᾱ , κεραμεύς potter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾶ — κεραμεᾶ̱ , κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc pl (attic) κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc pl (attic) κεραμεοῦς of clay fem nom/voc/acc dual (attic) κεραμεᾶ̱ , κεραμεοῦς of clay fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾷ — κεραμεᾷ̱ , κεραμεοῦς of clay fem dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμέα — Κεραμέᾱ , Κεραμεῖς potter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέᾳ — κεραμέᾱͅ , κεράμεος of clay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμεα — κεράμεος of clay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέας — κεραμέᾱς , κεράμεος of clay fem acc pl κεραμέᾱς , κεράμεος of clay fem gen sg (attic doric aeolic) κεραμέᾱς , κεραμεύς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαι — κεραμέᾱͅ , κεράμεος of clay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαν — κεραμέᾱν , κεράμεος of clay fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμέας — Κεραμέᾱς , Κεραμεῖς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικός — ή, ό (ΑΜ κεραμευτικός, ή, όν) [κεραμευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κεραμέα, η κεραμική 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά πήλινα είδη,… … Dictionary of Greek