-
1 κεραμίδες
κεραμίςroof-tile: fem nom /voc pl -
2 μολύβδινος
A leaden, of lead, Cratin.318, Eup.171; μ. ἴχνος leaden sole, Hp.Art.62 (prob. l.); ὑποδημάτιον ibid.; μ. κανών, of a flexible architectural instrument, Arist.EN 1137b30;μ. σηκώματα Plb. 8.5.9
;μ. κεραμίδες Moschio
ap.Ath.5.207b;πῖλος Gal.19.701
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολύβδινος
-
3 νατῆρες
νατῆρες· ὑπηρέται, ἢ κεραμίδες, Hsch. [full] νατταρέον· πολύρρουν, Id. (leg. [full] νᾶτορ· ῥέων, πολύρρους).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νατῆρες
-
4 ἀγελαῖος
A belonging to a herd, in Hom. always with βοῦς, Il.11.729, Od.10.410, al., cf. S.Aj. 175; ; αἱ ἀ. τῶν ἵππων, i.e. brood-mares, X.Eq.5.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγελαῖος
-
5 ἀμφίκυφος
ἀμφί-κυφος, ονA, κεραμίδες BCH28.159
(Delos, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίκυφος
См. также в других словарях:
κεραμίδες — κεραμίς roof tile fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νατήρες — νατῆρες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπηρέται ἢ κεραμίδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < νάω + επίθημα τήρ (πρβλ. δο τήρ)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Επιγραφικό (Αθηνών) — Καταλαμβάνει μέρος του κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. λ.), αλλά διαθέτει ξεχωριστή είσοδο από την οδό Τοσίτσα 1. Η πλούσια συλλογή του, που περιλαμβάνει περίπου 14.000 επιγραφές, οι περισσότερες από την Αττική και άλλες από την… … Dictionary of Greek