-
1 κύλιξ
κύλιξ, ικος, ἡ (vgl. κύλη, κοῖλος, die Alten leiten es ab von κυλίεσϑαι τῷ τροχῷ), Becher, Pokal; gew. thönern, κεραμέα Plat. Lys. 219 e; doch auch von Metall, Eust.; κυλίκων τέρψις Soph. Ai. 1179; κυλίκων ἁμίλλαις Eur. Rhes. 363; comic. bei Ath. XI, 480 c ff; λέγειν ἐπὶ τῇ κύλικι, beim Becher sprechen, Plat. Conv. 214 a, wie λόγοι ἐπὶ τῇ κύλικι Luc. Tim. 55; auch ἐπὶ τῆς κύλικος φλυαρῶν, D. L. 2, 82; παρὰ τὴν κύλικα, Plut. Ant. 24; vgl. κυλικηγορέω u. ἐπικυλίκειος; – οἱ πρὸς ταῖς κύλιξι, die Mundschenken, Hdn. 3, 5, 9.
-
2 κεραμαῖος
-
3 κοτταβίς
См. также в других словарях:
κεραμέα — κεραμέᾱ , κεράμεος of clay fem nom/voc/acc dual κεραμέᾱ , κεράμεος of clay fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεραμέᾱ , κεραμεύς potter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾶ — κεραμεᾶ̱ , κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc pl (attic) κεραμεοῦς of clay neut nom/voc/acc pl (attic) κεραμεοῦς of clay fem nom/voc/acc dual (attic) κεραμεᾶ̱ , κεραμεοῦς of clay fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾷ — κεραμεᾷ̱ , κεραμεοῦς of clay fem dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμέα — Κεραμέᾱ , Κεραμεῖς potter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέᾳ — κεραμέᾱͅ , κεράμεος of clay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμεα — κεράμεος of clay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέας — κεραμέᾱς , κεράμεος of clay fem acc pl κεραμέᾱς , κεράμεος of clay fem gen sg (attic doric aeolic) κεραμέᾱς , κεραμεύς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαι — κεραμέᾱͅ , κεράμεος of clay fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαν — κεραμέᾱν , κεράμεος of clay fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεραμέας — Κεραμέᾱς , Κεραμεῖς potter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμευτικός — ή, ό (ΑΜ κεραμευτικός, ή, όν) [κεραμευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του 2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού κεραμέα, η κεραμική 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κεραμευτικά πήλινα είδη,… … Dictionary of Greek