-
1 κεράρχης
κεράρχηςcommander of a: masc nom sg -
2 κεράρχης
2 commander of thirty-two elephants, ib.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράρχης
См. также в других словарях:
κεράρχης — κεράρχης, ὁ (Α) 1. ο αρχηγός μιας διφαλαγγαρχίας 2. αυτός που ηγείται τριάντα δύο ελεφάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με σημ. «στρατιωτικό σώμα» + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek
κεράρχης — commander of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεραρχία — κεραρχία, ἡ (Α) [κεράρχης] το αξίωμα τού κεράρχου … Dictionary of Greek