Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κεν-αγγής

См. также в других словарях:

  • κεναγγής — κεναγγής, ές (Α) 1. αυτός που αδειάζει από τα αγγεία τού σώματος την τροφή η οποία περιέχεται σ αυτά, επομένως αυτός που προετοιμάζει πείνα, λιμό («ἀπλοίᾳ κεναγγεῑ» από την αδυναμία να ξεκινήσουν τα πλοία, η οποία τά άδειαζε από τις τροφές και… …   Dictionary of Greek

  • συναγγία — ἡ, Α μέρος γεμάτο λάκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αγγία (< αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεν αγγία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»