-
1 κενότης
-
2 κενοτης
-
3 κενότης
κενότηςemptiness: fem nom sg -
4 κενότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενότης
-
5 κενότης
κενότης, ητος, ἡ, die Leere; Nichtigkeit, Eitelkeit -
6 κενότητα
κενότηςemptiness: fem acc sg -
7 κενότητας
κενότηςemptiness: fem acc pl -
8 κενότητι
κενότηςemptiness: fem dat sg -
9 κενότητος
κενότηςemptiness: fem gen sg -
10 κενεότης
-
11 κενεότης
A = κενότης, empty space, Hp.Acut.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενεότης
-
12 ἄγνοια
A want of perception, ignorance, ;ἀγνοίας ὕπο Supp. 499
; ἣν ὑπ' ἀγνοίας ὁρᾷς whom seeing you pretend not to know, S.Tr. 419;ἀγνοίᾳ ἐξαμαρτάνειν X.Cyr.3.1.38
, cf. Th.8.92, Ar.Av. 577, D.9.64, etc.; opp. ἐπιστήμη, Pl.Tht. 199d, Arist.APr. 66b26;ἄ. κενότης ἐστὶ τῆς περὶ ψυχὴν ἕξεως Pl.R. 585b
; δι' ἄγνοιαν πράττειν, opp. ἀγνοῶν, Arist.EN 1110b25: in Logic, ἡ τοῦ ἐλέγχου ἄ. ignoratio elenchi, ignorance of the conditions of a valid proof, Arist.SE 168a18, al.
См. также в других словарях:
κενότης — emptiness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενότητα — κενότης emptiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενότητας — κενότης emptiness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενότητι — κενότης emptiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενότητος — κενότης emptiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενότητα — η (Α κενότης) [κενός] 1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα 2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κενού, τού άδειου 2. έλλειψη, ανυπαρξία αρχ. (για σφυγμό) διάλειψη … Dictionary of Greek