-
1 κεντρο-μυρσίνη
κεντρο-μυρσίνη, ἡ, Stachelmyrte, Theophr.
-
2 κεντρομυρσίνη
κεντρο-μυρσίνη, ἡ,A = ὀξυμυρς-, butchers'broom, Ruscus aculeatus, Thphr.HP3.17.4, Gp.10.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρομυρσίνη
-
3 κεντρομυρσίνη
κεντρο-μυρσίνη, ἡ, Stachelmyrte
См. также в других словарях:
σκίγκος — (scincus). Φολιδωτό ερπετό της οικογένειας των Σκιγκιδών, της υπόταξης των σαυροειδών. Ζει στις ερημικές ζώνες της νοτιοδυτικής Ασίας και της Β. Αφρικής. Στο γένος χαλκίδης της ίδιας οικογένειας ανήκουν ο χαλκίδης ο τριδάκτυλος, συνολικού μήκους… … Dictionary of Greek
Λασιθίου, νομός — Διοικητική διαίρεση (1.818 τ. χλμ., 76.319 κάτ.) της περιφέρειας Κρήτης, που περιλαμβάνει το ανατολικό άκρο της νήσου. Βρέχεται στα Β από το Κρητικό πέλαγος, στα Α από το Καρπάθιο, στα Ν από το Λιβυκό και στα Δ συνορεύει με τον νομό Ηρακλείου.… … Dictionary of Greek