-
1 центральный
κεντρικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > центральный
-
2 centrální
κεντρικός -
3 střední
κεντρικός -
4 středový
κεντρικός -
5 ústředna
κεντρικός -
6 ústřední
κεντρικός -
7 central
κεντρικός -
8 centralny
κεντρικός -
9 środkowy
κεντρικός -
10 центральный
центра́льная у́лица — ο κεντρικός δρόμος
центра́льный комите́т — η κεντρική επιτροπή
центра́льный напада́ющий — ο σέντερφορ
-
11 стержневой
κεντρικός, κύριος, βασικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стержневой
-
12 merkezi
κεντρικός, αξονικός -
13 центральный
центральн||ыйприл в разн. знач. κεντρικός:\центральный комитет ἡ κεντρική ἐπιτροπή· \центральныйая улица ὁ κεντρικός δρόμος· \центральныйое отопление ἡ κεντρική θέρμανση· \центральныйая нервная система τό κεντρικό νευρικό σύστημα· \центральныйая телефонная станция τό τηλεφωνικό κέντρο· \центральный телеграф τό κεντρικό τηλεγραφείο· \центральныйая печать οἱ κεντρικές ἐφημερίδες. -
14 узловой
επ.1. κεντρικός, που αποτελεί κόμπο (συγκοινωνίας, επικοινωνίας)•-ая станция κεντρικός σταθμός•
узловой пункт κεντρικό σημείο (κέντρο).
2. κύριος, βασικός, ουσιώδης•узловой вопрос κεντρικό ζήτημα.
3. γαγγλιακός.4. τμηματικός•-ая сборка приборов η κατά τμήματα συναρμολόγηση συσκευών.
-
15 централизованный
επ. από μτχ.1. συγκεντρωτικός•-ая власть συγκεντρωτική εξουσία.
2. κεντρικός, από το κέντρο•-ое снабжение κεντρικός εφοδιασμός.
-
16 центральный
επ.κεντρικός•-ая точка κεντρικό σημείο•
-ая улица κεντρική οδός•
-ая Европа κεντρική Ευρώπη•
центральный орган партии κεντρικό όργανο του κόμματος•
центральный нападающий ο κεντρικός κυνηγός ποδοσφαίρου, σέντερ-φορ•
-комитет профсоюзов κεντρική επιτροπή των συνδικάτων•
-ая власть η κεντρική εξουσία.
εκφρ.- ая нервная система – το κεντρικό νευρικό σύστημα•ружь -ого боя – το οπισθογεμές όπλο. -
17 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
18 водовод
ο υδραγωγόςмагистральный - κεντρικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водовод
-
19 газопровод
тех. о αγωγός αερίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газопровод
-
20 меридиан
геогр. о μεσημβρινόςнебесный астр. - ουράνιος -основной - см. главный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меридиан
См. также в других словарях:
κεντρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικός — ή, ό (Α κεντρικός, ή, όν) [κέντρον] αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία») νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός») 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το… … Dictionary of Greek
κεντρικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται στο κέντρο: Είναι στην κεντρική Ευρώπη. 2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο, από το οποίο εξαρτώνται άλλα της ίδιας κατηγορίας: Υπηρετεί στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου. 3. πολυσύχναστος: Το σπίτι αυτό βρίσκεται σε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
κεντρικῶν — κεντρικός of fem gen pl κεντρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικόν — κεντρικός of masc acc sg κεντρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικοῦ — κεντρικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικῆς — κεντρικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικήν — κεντρικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικῶς — κεντρικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρικῷ — κεντρικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)