-
1 κεντρίς
-
2 κεντρίς
κεντρίς, ίδος, ἡ, eine Schlangenart -
3 ἐγ-κεντρίς
-
4 κεντρίνης
-
5 ἐγκεντρίς
ἐγ-κεντρίς, ίδος, ἡ, (1) der Stachel, der Wespen; eiserne; Sporn. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten. (2) der Griffel zum Schreiben
См. также в других словарях:
κεντρίς — κεντρίς, ἡ (Α) [κέντρον] δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του προκαλεί έντονη δίψα, αλλ. διψάς … Dictionary of Greek
κεντριδώνω — [κεντρίς] κεντρίζω*, κεντρώνω … Dictionary of Greek
κεντρίδα — κεντρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίδας — κεντρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοκεντρίς — ἡλιοκεντρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κεντρίς, ίδος, «ερπετό»] … Dictionary of Greek
κεντρίνης — κεντρίνης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. είδος ψαριού 2. είδος σκνίπας 3. η κεντρίς* … Dictionary of Greek