-
1 ἐν-άλλομαι
ἐν-άλλομαι, hinein-, hinausspringen; τοῖς ἀσκοῖς Schol. Ar. Pl. 1130; feindlich anstürmen, πύλαις ἐνήλατο Soph. O. R. 1261; absol. Xen. Hell. 2, 4, 16; ἐς τὸ κείνου κρᾶτ' ἐνήλαϑ' ἡ τύχη 263; ποδοῖν ἐνήλλου ( mss. ἐνήλου) Περσικῷ γένει Aesch. Pers. 508, mißhandeln, insultare, wie Dem. 54, 8 es mit ὑβρίζειν vrbdt; τοῖς νόμοις Synes. Absol., muthwillig einherspringen, neben σκιρτάω, Ar. Vesp. 1305; κενταυρικῶς Ran. 39.
См. также в других словарях:
Κενταυρικῶς — Κενταυρικός like a Centaur adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρικός — κενταυρικός, ή, όν (Α) [κένταυρος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κένταυρο 2. αυτός που χαρακτηρίζει άνθρωπο άγριο, ωμό, θηριώδη. επίρρ... κενταυρικῶς (ΑΜ), με κενταυρικό, αγροίκο τρόπο … Dictionary of Greek