Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κενταυρικῶς

См. также в других словарях:

  • Κενταυρικῶς — Κενταυρικός like a Centaur adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κενταυρικός — κενταυρικός, ή, όν (Α) [κένταυρος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κένταυρο 2. αυτός που χαρακτηρίζει άνθρωπο άγριο, ωμό, θηριώδη. επίρρ... κενταυρικῶς (ΑΜ), με κενταυρικό, αγροίκο τρόπο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»