-
1 κενταυρίς
κενταυρίςear-ring: fem nom sg -
2 κενταυρίς
A = κενταύρειον τὸ μικρόν, Thphr.HP9.8.7, 9.14.1.II a kind of ear-ring, Com.Adesp.1034 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενταυρίς
-
3 κενταυρίδα
κενταυρίςear-ring: fem acc sg -
4 κενταυρίδες
κενταυρίςear-ring: fem nom /voc pl -
5 κενταυρίδος
κενταυρίςear-ring: fem gen sg -
6 τριόρχης
II a kind of hawk, perh. buzzard, Buteo vulgaris, Ar.Av. 1181, cf. Arist.HA 592b3, 609a24, 620a17, Thphr.HP9.8.7;τριόρχας αἰετούς Lyc. 148
; παῖδες τ. (with pun on ὀρχέομαι) Ar.V. 1534 cod. B (- οις codd. RV) (lyr.); v. τρίορχος.2 = σεραπιάς, Aët.15.13, Paul. Aeg.4.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριόρχης
См. также в других словарях:
κενταυρίς — κενταυρίς, ἡ (Α) [κένταυρος] 1. το φυτό μικρό κενταύριο 2. είδος σκουλαρικιού 3. θηλ. τού κένταυρος, η κενταυρίδα … Dictionary of Greek
κενταυρίς — ear ring fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρίδα — κενταυρίς ear ring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρίδες — κενταυρίς ear ring fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυρίδος — κενταυρίς ear ring fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
τριόρχης — ὁ, Α 1. μτφ. αυτός που έχει τρεις όρχεις, ο λάγνος, ο ασυγκράτητος σεξουαλικά 2. ονομασία αρπακτικού πτηνού 3. ονομασία τού φυτού κενταυρίς* 4. ονομασία τού φυτού σεραπιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄρχις, κατά τα αρσ. σε ης (πρβλ. ἔν ορχης). Κατ… … Dictionary of Greek