-
1 κενοπαθήσαι
-
2 κενοπαθῆσαι
См. также в других словарях:
κενοπαθῆσαι — κενοπαθέω have unreal sensations aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κενοπαθήσαι
2 κενοπαθῆσαι
κενοπαθῆσαι — κενοπαθέω have unreal sensations aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)