-
1 κενολογέω
A talk emptily, Eup.418, Arist.Rh. 1393a17;καταψηφίζεσθαι ὑποθέσεως ὡς -λογούσης Procl.in Prm.p.845
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενολογέω
-
2 κενολογία
κενολογ-ία, ἡ,A empty, idle talk, Plu.2.1069d; chicanery, PMasp.126.50 (vi A.D.): [full] κενεολογία, v.l. for γενεολογία in Max.Tyr.23.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενολογία
-
3 κενόλογος
κενόλογ-ος, ον,A talking emptily, prating, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενόλογος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский